συνεπιδίδωμι

συνεπιδίδωμι
Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεπιδίδωμι — σύν ἐπιδίδωμι give besides pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”